Μνήμη Σταύρου Καραμανιώλα
(Μ. Παρασκευή 18 Απριλίου 2014)
Ο Σταύρος Καραµανιώλας εξιστορεί στον Αργύρη Μπακιρτζή
...πώς γράφω τα τραγούδια µου
[Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 8 του Φαρφουλά, Μάιος 2008.]
Στην Ακρόπολη το 1988 στην πρώτη επίσκεψη του μπαρμπα-Σταύρου στην Αθήνα.
Η συζήτηση που ακολουθεί µεταξύ του Σταύρου Καραµανιώλα και του Αργύρη Μπακιρτζή, τραγουδοποιού του συγκροτήµατος «Χειµερινοί Κολυµβητές» έγινε πριν 15 χρόνια στο σπίτι του µπαρµπα-Σταύρου, στο Καζαβίτι της Θάσου. Η συζήτηση καταγράφηκε σε 15 κασσέτες και παρουσιάζεται εδώ ένα µέρος της για πρώτη φορά.
Ο Σταύρος Καραµανιώλας είναι 100 χρονών σήµερα και γράφει τραγούδια από 16 χρονών. Με τον Αργύρη Μπακιρτζή και τους Χειµερινούς Κολυµβητές συνεργάστηκαν στον 3ο δίσκο τους «Οι Δακοκτόνοι», και εµφανίστηκε σε αρκετές συναυλίες τους.
Μέχρι σήµερα ο µπαρµπα-Σταύρος, µε αξιοθαύµαστη όρεξη για ζωή, συνεχίζει να γράφει εµπνεόµενος από πρόσωπα και καταστάσεις του τόπου του. Αφορµή για µια από τις τελευταίες του εµπνεύσεις ήταν µια ιδιοκτήτρια καφετέριας στην Καβάλα:
Ωραίος ο καφές!
Ωραίος κι ο µπουφές!
Ωραία και η κοµψή κυρία
που έχει την καφετερία!
Γεια σου µπαρµπα-Σταύρο!
Βγάζοντας τσίπουρο
Α.Μ. Μπαρµπα-Σταύρο ας αρχίσουµε από το πρώτο σου τραγούδι. Ποιο είναι το πρώτο σου τραγούδι που έγραψες;
Σ.Κ. Ε, είπαµε ο Ποδηλατιστής.
Α.Μ. Σε ποια ηλικία το έγραψες;
Σ.Κ. Ε, το ’26 γεια, δεν είπαµε.
Α.Μ. Α! το ’26, δηλαδή όταν ήσουν δεκαπέντε χρονών;
Σ.Κ. Ναι.
Α.Μ. Μάλιστα. Τον Ποδηλατιστή τον έχουµε, τον απάγγειλες µια άλλη φορά. Ποιο είναι το δεύτερο τραγούδι που έγραψες;
Σ.Κ. Το δεύτερο είναι αυτό… ο Μητσκονάς που λέει…
Α.Μ. Ο Μητσκονάς;
Σ.Κ. Ναι ο Μητσκονάς µας κάνει αµπέλι.
Α.Μ. Θα µας το πεις;
Σ.Κ. Ναι µετά να πούµε, ήτανε…
Α.Μ. Ο Μητσκονάς.
Σ.Κ. Ναι…
Α.Μ. Ας το γράψουµε αυτό, και µετά βλέπουµε.
Σ.Κ. Ήτανε κι ένα άλλο, αυτό που έχω… (απαγγέλλει):
Θέλεις µικρή µου ξανθοµάλλα
τσάρκα να βγούµε στην Καβάλα;
–Αυτό επειδής πήγαιναν µε βάρκες…
Α.Μ. Ας γράψουµε πρώτα τον Μητσκονά,.
Σ.Κ. Λοιπόν και… αυτά ήταν τότε, κατά το ’27 που δουλεύαµε στα καπνά, τα είχα βγάλει, ήταν τότε που ήταν αυτά τα κουµπούκια στην ακµή των… ήταν τότε αυτοί εδώ παλιά.
Α.Μ. Μάλιστα, για πες το.
Σ.Κ. Και ήταν αυτοί, ο Μητσκονάς είχε αυτό το σπίτι εδώ, µέσα σ’ αυτό το σπίτι. Τι ήτανε; Έκανε καλάθια, έκανε τουλούµια, έκανε… παπούτσια επιδιόρθωνε, χτένια έκανε για τα…
Α.Μ. Για τους αργαλειούς
Σ.Κ. Για τς αργαλειούς, κάτι τέτοια πράµατα να πούµε έφτιαχνε… α, γύριζε έτσι… ήτανε και λίγο πονηρός. Αυτόν όµως δεν µπόρεσαν να τον παντρέψουνε µε καµιά.
Α.Μ. Ναι…
Σ.Κ. Ναι… και ήταν δε ο Πιστάρας…
Α.Μ. Πιστάρας!; Πώς ονοµάζονταν αυτός;
Σ.Κ. Ε να! Δηµητρός Πιστάρας!
Α.Μ. Δηµητρός Πιστάρας!... Ο Δηλαδής ποιος είναι;
Σ.Κ. Ήταν ο Θόδωρος, Αλεξανδρής λεγόταν, απάνω είχε ένα σπίτι εδώ.
Α.Μ. Ο άλλος ο Τεµπέλης ποιος ήταν;
Σ.Κ. Ο Τεµπέλης ήταν ο Ζαµπετάς, ένας…
Α.Μ. Το µικρό του;
Σ.Κ. Ήτανε Δηµητρός κι αυτός. Όλο Μητσάρες ήταν αυτοί. Δηµητράδες ε;
Α.Μ. Λοιπόν για πες το ποίηµα να το γράψουµε.
Σ.Κ. Η Φούλα πού ήταν,… δεν ξερώ. Ήταν… Θα την πρόλαβες και συ την Φούλα, δεν έχει πολλά χρόνια που πέθανε.
Α.Μ. Και αυτός ήταν Μήτσος;
Σ.Κ. Που είχε την λατέρνα ο Τσακίρης.
Α.Μ. Ε, βέβαια τον γνώρισα!
Σ.Κ. Τον άλλον, τον µικρόν, όχι τον Νικόλα, τον άλλον το Δηµητρό, έπινε αυτός, Φούλα ήταν, τον έλεγαν…
Α.Μ. Λοιπόν… τον έλεγαν Φούλα;
Σ.Κ. Παρατσούκλι.
Α.Μ. Πώς βγήκε το όνοµα Φούλα;
Σ.Κ. Έτσι, ξέρω γω;
Α.Μ. Από κάνα γάµο τέτοιο µυστήριο;
Σ.Κ. Ο πατέρας του τον έβγαλε, ξέρω γω;
Α.Μ. Ο πατέρας του τον έβγαλε Φούλα;
Σ.Κ. Ναι! Ήταν η Φούλα θυµάσαι, που σκότωσαν µια Φούλα,… κάνα καιρό,… σκότωσε τον γαµπρό της…
Α.Μ. Τον Αθανασόπουλο;
Σ.Κ. Ναι, τότε ήτανε… το τραγούδι το ’παιζαν κι οι λατέρνες Φούλα, Φούλα, Ρε Φούλα πως εβάσταξες…
Α.Μ. Μάλιστα, λοιπόν για να γράψουµε;
Σ.Κ. Και ήτανε αυτοί όλοι, είχανε, να πούµε …ήταν ο Αντώνης, ο Σερέτης,… ένας,… ο Αντώνης! Και αυτός κυνηγός ε; Πολύ φιλότιµος αυτός αλλά µεθούσε σα βλάκας. Κι αυτός ελεύθερος, γεροντοπαλίκαρο.
Α.Μ. Όπως εγώ γεροντοπαλίκαρο.
(γέλια)
Σ.Κ. Εσύ, έτσι θα µείνεις; δεν έχεις σκοπό;
(γέλια)
Α.Μ. Για να γράψουµε το ποίηµα.
Σ.Κ. Κυνηγούσε όµως αυτός ε!
Α.Μ. Τι κυνηγούσε;
Σ.Κ. Ό,τι ήθελες! Πουλιά, κοτσύφια, το λαγό ήξερε που πάει και ξύνεται και έστηνε…
Α.Μ. Έχει πια λαγούς; Μπα!
Σ.Κ. Τώρα; Ε, λίγοι. Αυτός ήταν! Ήξερε πού βγαίνει ο λαγός και κοιµάται. Ήταν άριστος κυνηγός! Φάσες έπιανε, πέρδικες σκότωνε, και µε βρόχια έπιανε και ό,τι ήθελες. Καθότανε εδώ, κρασί και µαγείρευε…
Α.Μ. Αυτόν τον αναφέρεις στο ποίηµα;
Σ.Κ. Το Σερετάκη; Βέβαια!
Α.Μ. Λοιπόν για να το γράψουµε.
Σ.Κ. Και λέω πέρασε και ο Σερέτης µας και άφησε…
Α.Μ. Απ’ την αρχή πες το, απ’ την αρχή.
Σ.Κ. Και άφησε, του ’δωσε καπάρο.
Α.Μ. Απ’ την αρχή, απ’ την αρχή πες το.
Σ.Κ. Όταν θα βγάλεις το κρασί εγώ θε’ να το πάρω.
Α.Μ. Λοιπόν για πες το απ’ την αρχή.
Σ.Κ. (Απαγγέλλει):
Ο Μητσκονάς µας κάνει αµπέλι
και χτίζει και ντουβάρια.
Περνά ο Χρηστάρας από κει
του λέει πως θες στυλάρια
Α.Μ. Πως θες;
Σ.Κ. Του λέει πως θες στυλάρια, Να το στυλώσει να πούµε, τα ντουβάρια, να µην πέσουν.
(Γέλια)
Α.Μ. Μάλιστα
Σ.Κ. (Απαγγέλλει):
Πέρασε και ο Ζαµπετάς
ο πρώτος ο τεµπέλης.
–Γεια σου χαρά σου Μητσκονά
να χαίρεσαι τ’ αµπέλι σ’.
Α.Μ. Τ’ αµπέλι σ’;
Σ.Κ. Ναι. (Απαγγέλλει):
Επέρασε και ο Δηλαδής
του ’πε µια καληµέρα
µα κείνος τον οδήγησε
να βάλει στ’ αµπέλι λέρα.
–κοπριά λέρα την λένε εδώ–
Πέρασε και ο Μποσνάκης µας
να πάει στον Αϊ Γιάννη
εκείνος τον ευχήθηκε
πολύ καρπό να κάνει.
Πέρασε και ο Σερέτης µας
και του ’δωσε καπάρο
όταν θα βγάλεις το κρασί
εγώ θε’ να το πάρω.
–λέει αυτός, έπινε πολύ–
Πέρασε και η Φούλα µας
παίζοντας την λατέρνα
φέρε κρασάκι Μητσκονά
και την παρέα κέρνα.
–Να λοιπόν όλοι, καθένας έχει αυτό του [τον στίχο του]…
Α.Μ. Η µουσική του; Αυτό ήταν όλο το τραγούδι;
Σ.Κ. Ναι.
Α.Μ. Η µουσική που είχες βάλει πώς ήτανε;
Σ.Κ. Ένα βαλσάκι… αρχίζει να τραγουδάει.)
Ο Μητσκονάς µας κάνει αµπέλι…
(Μιλά ο µπαρµπα-Σταύρος):
Σ.Κ. Αυτό το ποίηµα το είχα βγάνει το εβδοµήντα όταν πήρε φωτιά πάνω στην Κουκστή και πήγαµε να σβήσουµε και θα µε σκότωνε ο Δούκας µ’ ένα πεύκο. Και λέγω, άµα δεν το βγάλω το ποίηµα αυτό, δε θα φύγω, γιατί, είδα σε τι γκρεµνό θα µε έριχνε και είπα ότι θα ήµουν µακαρίτης. Και κάθισα αµέσως και έβγαλα αυτό το ποίηµα και λέγω:
(απαγγέλλει ο µπαρµπα-Σταύρος):
Κάποια βραδιά που έτρεξα να σβήσω τη φωτιά,
µεσ’ το λαγκάδι της Κουκστής θε’ να ’κανα βουτιά.
Πεύκο ο Δούκας έκοβε να κάνει έναν κοµό,
κι εµένα θα µου έριχνε µέσα σ’ ένα γκρεµό.
Μα από τα πόδια αρπάχτηκα σαν να ’µουν τσικαρβέλα,
και έµπιξα άγριες κραβγές, Σταµάτη, Δούκα έλα.
Κι αυτοί αµέσως τρέξανε µ’ αρπάξαν απ’ τα χέρια,
αλλιώτικα θα είχαµε παπάδες µ’ εξαπτέρια.
Εγώ αν σκοτωνόµουνα θε να ’χε σηµασία,
και το λαγκάδι θα ’παιρνε καινούρια ονοµασία.
Μα τ’ όνοµά µου θα ’µπαινε εις την αθανασία,
και από λαγκάδι της Κουκστής θ’ άλλαζε αυτό το βράδυ,
θα µετονοµαζότανε, του Σταύρου το λαγκάδι.
Α.Μ. Να το γράψουµε το καθίκι τώρα;
Σ.Κ. Ξέρω εγώ;
Α.Μ. Ήρθε η ώρα του. Το Καθίκι και µετά το Μπανιστήρι.
Σ.Κ. Δεν το ’χεις γραµµένο;
Α.Μ. Όχι δεν το έχω.
Σ.Κ. (Γελώντας) Κι αυτό είναι…
Α.Μ. Πραγµατική ιστορία;
Σ.Κ. (Γελώντας) Είναι γεγονός στη γειτονιά µας. Λοιπόν,… δούλευα στο Δασαρχείο απάνω και ήρθαν µου το είπαν, ότι αυτό και αυτό. Ε, µόλις το άκουσα, έτσι,… που λέει ο λόγος, πήγα στις,… κάτω στις µασχάλες, να πουµε τώρα, και κάθισα και έβγαλα αυτό, το καθίκι.
Τέτοια µαντάτα σαν ακούς και συµφορές µεγάλες
πηγαίνουν τα γκογκόβια σου, κάτω απ’ τις µασχάλες.
Τώρα στα γεροντάµατα, τον φίλο µου Μιχάλη
χνέρια πολλά τον έκανε, το κάτω το κεφάλι.
Μπόρες πολλές επέρασε, µα αυτή ’τανε µεγάλη
γιατί αντιµετώπισε, καθίκι στο κεφάλι.
Πήδηξε σαν πρωταθλητής, σύρµατα δύο µέτρα
και έβλεπε ξοπίσω του, µην του ’ρθει καµιά πέτρα.
Τον κάλεσαν µες την αυλή, δήθεν να δει τα εµβόλια
και τον επιτεθήκανε, µε σκατωµένα βόλια.
Αστεία µε το σώβρακο, δεν ήτανε αυτά
γιατί τον περιλούσανε, καθίκι µε σκατά.
Έτρεξε στη γεώτρηση, να πάει να πλυθεί
να φύγει η σκατίλα, που ’χε πασαλειφτεί.
Μα όλος ο κόσµος το ’µαθε, τ’ άκουσε κι η Μαρίτσα
-η γυναίκα του-
στη σκάλα τον περίµενε, κρατώντας πατερίτσα.
Στην εποχή µας την πεζή, τρελάθηκαν οι γέροι
και εφιστώ την προσοχή, στον Βλάµο, Βιζύνα και Λιβέρη
επίσης και στον φίλο µου, Αργύρη Καραντόλα
καθίκι αν θα γλιτώσουνε, θα φάνε κατσαρόλα.
Α.Μ. Μάλιστα. Ωραία. Το Μπανιστήρι από κείνα τα χρόνια είναι; Το ’70;
Σ.Κ. Είναι το ’70 ακριβώς, είναι.
Α.Μ. Ωραία.
Σ.Κ. Α! το Μπανιστήρι είναι, είναι το ’72,… όταν πήρα αυτό,… αυτό το,… τη σύνταξη.
Α.Μ. Για πες το, το Μπανιστήρι.
Σ.Κ. (Απαγγέλλει):
Τώρα που πήρα σύνταξη, δεν πάω στη δουλειά
την κάπα µου θα ρίξω, µες την ακρογιαλιά
και στον Σαδίκ παρήγγειλα, τα ειδικά γυαλιά
αυτές που κολυµπάνε, να βλέπω αγκαλιά.
Θα χτίσω την καλύβα µου, στου Πρίνου τ’ ακρωτήρι
Και µες απ’ το παράθυρο, να κάνω µπανιστήρι
(γελώντας)
θα ’χω και την γριούλα µου, να κάθεται πιο πέρα
(ακούγονται γέλια και από την κυρία Κούλα (Κ.Κ.) την γυναίκα του Σ.Κ. που παρακολουθεί)
Κι όταν θα µου ιδρώνουνε, θα µου τα κάνει αέρα.
Α.Μ. Ωραία, ποιο άλλο θα γράψουµε; Τοπικό έτσι, αυτά είναι ωραία, τα τοπικά.
Σ.Κ. Είναι ένας φίλος µου, να πούµε, πάει σ’ έναν,… πάει για γαµπρός,… πάει στο Βαρβάτο,… απ’ του αγροφύλακα τον πατέρα, τον ξέρεις; τον Θανάση τον,…
Α.Μ. Ναι!
Σ.Κ. Ναι, ένας εδώ µ’ ένα κίτρινο,… µ’ ένα πράσινο αυτοκίνητο, ένας χοντρός, Άγγελος. Πάει λοιπόν, κι ήταν κωµικός αυτός ο Βαρβάτος, αυτός χοντρός, κι είχε έναν κώλο,… λοιπόν, λέει,…
Κ.Κ. Πάει να τη γυρέψει.
Σ.Κ. Πάει να γυρέψει το,…
Α.Μ. Κορίτσι.
Σ.Κ. Το κορίτσι, και για άλλη πάει αυτός, και άλλη τον έδωσαν.
(Γέλια)
Σ.Κ. Πήγε γεια, µπροστά είχε δυο κορίτσια, µια Μαρία και την Άννα. Αυτός πάει για την Άννα, να πούµε, για την µικρότερη, και πήρε την Μαρία.
Μόλις πάει λοιπόν, αυτός, λέει,… κάθισµα αυτός, θα σπάσει,… δεν είναι για κάθισµα,… ήταν τα τουµπέκια εκείνα που ’σπάζαν καφέ…
Έχεις δει;
Α.Μ. Έχω.
Σ.Κ. Ναι, λέει ο Βαρβάτος, βρε Νάση, δεν πας λέει στον Κυρ Ανάσταση να πάρεις το τουµπέκι; (Ήταν ένας που ειχε τουµπέκια, που έσπαζαν τον καφέ εκείνα τα χρόνια, είχε κανα-δυο τουµπέκια το χωριό όλο, κι έσπαζαν). Να πάρεις το τουµπέκι, γιατί ο Άγγελος θα µας σπάσει όλα τα καθίσµατα µε τον κώλο του αυτόν.
Ε, είχα ακούσει την ιστορία εγώ αυτήν,… ήξερα…
Μια µέρα µε δόθηκε η ευκαιρία, µε λέει,… µε βρήκε στο δρόµο. Ε! λέει, όλο τον κόσµο τον βγάζεις ποιήµατα, εµένα δεν µ’ έβγαλες κανα ποίηµα σαν φίλοι που είµαστε.
Μπράβο! Λέω, τώρα να σε βγάλω!
Τον πάω µέσα στο γραφείο Ταξί, λέω του Σαµαρά:
– Πάρε µολύβι και χαρτί και γράφε.
– Τι;
– Λέω, αυτό που θα σε λέω, για τον Άγγελο λέω.
Πιάνει λοιπόν ο Σαµαράς, έγραφε… (Απαγγέλλει):
Ο Άγγελος που κάποτε βρήκε την ευκαιρία
και στον Βαρβάτο τράβηξε, γαµπρός για τη Μαρία.
Μα εκείνος τον διέταξε, όρθιος για να στέκει
και τον Θανάση έστειλε, να φέρει ένα τουµπέκι
–Με το συµπάθιο Άγγελε, σε κάθισµα µην κάτσεις
γιατί µ’ αυτόν τον κώλο σου, όλα θα µας τα σπάσεις.
Κι ο Άγγελος στεκότανε, στην όρθια τη στάση
µα το τουµπέκι έφτασε, από τον Κυρ’ Ανάσταση.
–Τώρα παιδί µου Άγγελε, µπορείς για να καθίσεις
και ποια απ’ τις δύο κόρες µου, ήρθες για να ζητήσεις;
–Δεν ξέρεις Μπαρµπα-Δηµητρό, η δόλια µου η µάνα
πολύ θε’ να χαιρόντανε, αν µ’ έδινες την Άννα.
–Την Άννα, µην ψαρώνεσαι, καλή ’ναι η Μαρία
παρ’ την παιδί µου Άγγελε, µην χάνεις ευκαιρία.
Κι αντί την Άννα ο Άγγελος, βούτηξε την Μαρία
επί τη ευκαιρία!
(Γέλια)
Τώρα, το ακούει, τσιµουδιά δεν λέει, τι να πει, µοναχός του γύρεψε…
Α.Μ. Πώς λέγεται το τραγούδι αυτό;
Σ.Κ. Ποιο;
Α.Μ. Αυτό που είπες προηγούµενως. Το παράπονο του Πρινιώτη;
Σ.Κ. Το παράπονο του Πρινιώτη, ναι.
Α.Μ. Μάλιστα, ποιο άλλο ήθελες…
Σ.Κ. Δικό µου παράπονο, γιατί έχω ένα παράπονο, γιατί πετρέλαιο ακόµη και δεν βλέπουµε, ούτε µυρίσαµε, να πούµε.
Α.Μ. Έχεις γράψει κι άλλο για τα πετρέλαια.
Σ.Κ. Ε, εκείνα…
Α.Μ. Θάσος µου όµορφο νησί…
Σ.Κ. Εκείνα είναι ποιήµατα, δεν είναι τραγούδια.
Α.Μ. Πες ένα ποίηµα για τα πετρέλαια.
Σ.Κ. (Απαγγέλλει):
Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου γη
που έκρυβες µες στα σπλάχνα σου, πετρελαιοπηγή.
Και στο σκοτάδι το βαθύ, ξανάναψες τη δάδα
να δώσεις το πετρέλαιο, στη µάνα σου Ελλάδα.
Κι ας µάθουνε οι Άραβες και κάθε κύκλος φαύλος
στα µέρη αυτά πως πάτησε κάποτε ο Άγιος Παύλος.
Ξεκίνησε απ’ την Αίγυπτο, να δει και µέρη άλλα
και στους Φιλίππους έφτασε, µα ήρθε και στην Καβάλα.
Ανέβηκε στο φρούριο και έκατσε στα µπεντένια
γονάτισε και χάιδεψε τα άγια του τα γένια.
Το πέλαγο αγναντεύοντας, αντίκρισε τον Πρίνο
και είπε σε σε που αντίκρισα και την ευχή µου δίνω.
Εσύ να βγάλεις Πρίνε µου τα εκλεκτά τα έλαια
εσύ να βγάλεις κάποτε και άφθονα πετρέλαια.
Τα λόγια του τα άγια τα άκουσαν µερικοί
στόµα σε στόµα φτάσανε και στην Αµερική.
Και τώρα µε της κρίσεως αυτή την ευκαιρία
θα ήτανε επόµενο πως κάποια εταιρεία
να ’ρθει σε συνεννόηση, να στείλ’ ένα βαπόρι
και για τον Πρίνο ολοταχώς γραµµή να βάνει πλώρη.
Μα ήρθε και αγκυροβόλησε σε κοντινή απόσταση
δυόµισι µίλια ανοιχτά, άρχισε την γεώτρηση.
Και όντως τ’ ανακάλυψε το µαύρο το χρυσάφι
πετρέλαιο, υγραέρια και άφθονο θειάφι.
Μα γίναν παζαρέµατα απ’ τη δικτατορία
και τσάµπα µας τα έφαγε αυτή η εταιρεία.
Α.M Δεν έχεις κι ένα άλλο, το Θάσος µου όµορφο νησί;
Σ.K. Ε, ναι, αυτό είναι… είναι, αυτό το ’βγαλα, κάποτε στο καρναβάλι, που ήταν υπουργοί, ήταν ο Μάρτης, ήταν και ο Παναγιωτόπουλος, και µ’ είχαν αναθέσει να γράψω κάτι, αποκριάτικα, και λόγω που ήρθαν αυτοί, λέει, κοµµένοι, ό,τι καταλαβαίνεις πες…
Αυτό είναι, έχει τώρα ακόµη και κάτι άλλο, που λέει για τον Μεχµέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου, να πούµε, λέει:
Στα 1800 περίπου τα µισά
δώρο η Θάσος έγινε εις τον Μεµέτ Αλή Πασά.
Ποιος ήταν ο Αλή Πασάς; Ήταν ένα γυφτάκι,
ένα παιδί πεντάρφανο, ένα καβαλιωτάκι.
Έπιασε κείνον τον καιρό µια φοβερή χολέρα
και είχε χάσει το µωρό και µάνα και πατέρα.
Κάποια βυζάχτρα θάσια το πήρε απ’ την Καβάλα,
στη Θάσο το µεγάλωσε µε το δικό της γάλα.
Στην Καλλιράχη έζησε και Μέγα Καζαβίτι
και στην Καβάλα βρίσκεται το πατρικό του σπίτι.
Ήταν φιλότιµο παιδί µ’ αισθήµατα µεγάλα,
ίσως και να τον έκανε το θάσιο το γάλα.
Α.Μ. Λοιπόν, να γράψουµε τώρα στο µαγνητόφωνο το Βαθύ Λαγκάδι
Σ.Κ. Ναι. Το Βαθύ Λαγκάδι, Αργύρη, ήταν το ’69.
Α.Μ. Ναι…
Σ.Κ. Ε, είχα πάει, απάνω για να φτιάξω λίγα µεροκάµατα, για να συµπληρώσω να πάρω επίδοµα, να φτιάξω 125.
Πήγα εκεί πέρα, φτιάχναν µια γέφυρα, πήγαµε να δουλέψουµε. Άρχισαν τη γέφυρα, µάστορα δεν είχε, είχε έναν,… έναν δικό µας. Αυτός ντουβάρια έκανε, δεν ήταν µάστορας, ποιος θα τη ρίξει [τη γέφυρα]; Πέφτω µέσα εγώ να πούµε, στα αυτά, ήξερα απ’ αυτή τη δουλειά γιατί δούλευα. Ε, λέει, εσύ θα καθίσεις εδώ πέρα. Κάθισα εκεί, κι έγινα µάστορας, λέει, µονόφθαλµος εκ των στραβών.
(Γέλια)
Α.Μ. Μάλιστα.
Σ.Κ. Ναι. Και έριξα τις γέφυρες αυτές.
Κ.Κ. Αφού δεν έπεσαν, πάλι καλά
Σ.Κ. Και είχε Μαριώτες. Εργάτες ήταν όλο απ’ τις Μαριές, κι αυτοί κοιµούνταν σε µια παράγκα. Ε, αφού άρχισα εγώ, πήραν µυρουδιά αυτοί, µπαρµπα-Σταύρο να µας βγάλεις ένα ποίηµα, να µας βγάλεις, ε, έβγαλα να πούµε, και λέω:
Στη γέφυρα που φτιάχναµε, µες το Βαθύ Λαγκάδι
πολλοί Μαριώτες είχαµε, ολόκληρο κοπάδι.
Κι όλοι τους εκοιµόντανε, σε µια παλιοπαράγκα
για να περάσουν ένσηµα, να πάρουνε και φράγκα.
Στρώµα από φτέρες είχανε, δεν είχανε ντιβάνια
µακριά απ’ τις γυναίκες τους, και κάνανε βαγάνια.
Α.Μ. Βαγάνια;
(Γέλια)
Σ.Κ. Βαγάνια!
(Γέλια)
Α.Μ. ;
Σ.Κ. Μαλακία που λες τώρα… (Γέλια)
(συνεχίζει την απαγγελία)
Δουλεύουν οι ταλαίπωροι, µα σαν ερθεί Σαββάτο
Θα πάνε να ψειρίσουνε το µαλλιαρό το γάτο.
– Ναι, έφευγαν το Σαββάτο αυτοί, και πήγαιναν στο χωριό τους. Εν τω µεταξύ, ήρθαν και κάτι υλοτόµοι απ’ το χωριό µας, κι απ’ την Παναγία, ε, µόλις τους είδα εγώ λοιπόν, λέω καλώς όρισαν τα παιδιά. Άρχισα, αυτοί δούλεψαν µια βδοµάδα και έφυγαν πίσω. Λέω:
Και υλοτόµοι ήρθανε στην κάτω την παράγκα
–Σ’ άλλη, πιο κάτω, µια παράγκα–
κι αυτοί να βάλουν ένσηµα να πάρουνε και φράγκα.
Άλλοι είναι από την Παναγιά, και άλλοι ’ναι οι Πρινιώτες
την ίδια τύχη θα ’χουνε κι αυτοί µε τους Μαριώτες.
Μα αυτοί µου κουβανήσανε, στρώµατα και ντιβάνια
µα δεν θα αποφύγουνε, θα κάνουνε βαγάνια.
(Γέλια)
Δουλέψαν όλοι µε καρδιά, όλη την εβδοµάδα
µα µόλις ήρθε Σάββατο, είπε όλη η οµάδα:
-Εµείς θα τα µαζέψουµε στρώµατα και ντιβάνια
Μαριώτες δεν θα γίνουµε να κάνουµε βαγάνια.
–Κι έφυγαν αυτοί. Ναι.
Α.Μ. Οι Μαριώτες;
Σ.Κ. Οι Μαριώτες, έµειναν εκεί (Γέλια).
Α.Μ. (Γελώντας) Και το Σάββατο έµειναν;
Σ.Κ. Το Σάββατο έφευγαν, πηγαίναν να πούµε, πηγαίναν για το γάτο
(Η κυρα-Καλλιόπη κάτι λέει από το βάθος γελώντας γι’ αυτά που ακούει).
Α.Μ. Έφυγαν οριστικά οι άλλοι;
Σ.Κ. Ναι λοιπόν ε, το ’70 να πούµε, κοιµόµαν κι εγώ στην παράγκα, αλλά κατέβαινα Τετάρτη γι’ αυτό και λέω ότι:
Κι ο µπαρµπα-Σταύρος κάποτε, κοιµόνταν σε παράγκα
για τα φτωχά τα ένσηµα, τα έρηµα τα φράγκα.
Όµως αυτος κατέβαινε Τετάρτη και Σαββάτο
για να ψωνίσει πήγαινε, ψείριζε και το γάτο.
Με τον ιεροψάλτη Φίλιππα Παπαφιλίππου και τον εξ Αμερικής Γιώργο Κατσαρό τον Αύγουστο του 1988 στο Θέατρο Δάσους Θεσσαλονίκης.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΓΩΓΟΥ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΑΚΗ ΧΑΡΑ
Την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013, στις 8.30 μ.μ., στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεών μας θα παρουσιαστεί η ποιητική συλλογή του Θάνου Γώγου Μεταιχμιακή χαρά, που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις μας.
Για το βιβλίο και την ποίηση του Θάνου Γώγου θα μιλήσουν ο ποιητές Βασίλης Λαλιώτης και Χάρης Γαργουνιάτης, ενώ ο Θάνος Γώγος θα διαβάσει ποιήματά του.
Δευτέρα 18 Νοεμβρίου
Παρουσίαση του βιβλίου του Ε. Ζάχου- Παπαζαχαρίου,
«Η λαϊκότητα στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο»
Ο B’ κύκλος των «ιδιαίτερων» παρουσιάσεων βιβλίων στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγίας Παρασκευής Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου, για τον Νοέμβριο και το Δεκέμβριο 2013, με την επιμέλεια του Γιώργου Βιδάλη, στη σειρά «Λογοτεχνικά Ταξίδια», είναι αφιερωμένος στο τόσο πολύτιμο στη ζωή μας γέλιο.
Στα πλαίσια του αυτού του κύκλου παρουσιάζεται το βιβλίο του Ε. Ζάχου- Παπαζαχαρίου, «Η λαϊκότητα στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις μας.
Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος στο μικροσκόπιο. Κωμωδίες – σάτιρες αυθεντικές που «αποτύπωναν παραδόσεις και νοοτροπίες, ηθικούς και εθιμικούς κώδικες της πόλης». Μάστορες σκηνοθέτες-σεναριογράφοι και ηθοποιοί, συχνά αυτοδίδακτοι. Μια μικρή εμπεριστατωμένη μελέτη για ένα ανεπανάληπτο καλλιτεχνικό και κοινωνικό φαινόμενο, που παρά τα κατά καιρούς «βέλη» μιας ελιτίστικης αρνητικής κριτικής εξακολουθεί να υπάρχει και να μας ψυχαγωγεί έως σήμερα μέσα από την τηλεόραση.
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ: 7.30 μ.μ. ΕΙΣΟΔΟΣ ΔΩΡΕΑΝ
Διεύθυνση: Αλέκου Κοντόπουλου 13, Αγία Παρασκευή, Τηλέφωνo: 2106010121