ΧΡΟΝΙΑ ΟΡΓΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΔΙΟΜΟΡΦΗ, 1998, ΣΕΛ 192
Περιγραφή
Φλεβάρης '49. Η χειμωνιάτικη νύχτα ήταν παγερή και υγρή. Το κρύο τους τρυπούσε τα κόκαλα καθώς κατηφόριζαν σιγά-σιγά από το βουνό. Τα πρόσωπά τους χλωμά, τραβηγμένα, άξουρα κι αγριεμένα από την ταλαιπωρία και τον πόνο. Ήταν νέοι κι όμως έμοιαζαν με γέρους. Ο ένας από τους δυο αγκομαχούσε. Δεν τον ενοχλούσε μόνο το τραύμα που είχε πίσω στον αστράγαλο αλλά και η ξυπολυσιά του. Ευτυχώς όμως είχαν κατέβει αρκετά και κει δεν υπήρχε πια χιόνι να τους παγώνει τα πόδια, που ήταν τυλιγμένα με παλιόπανα. Η αστροφεγγιά τους βοηθούσε. Ήταν παντού ησυχία. Προχωρούσαν και κάθε τόσο σταματούσαν για να πάρουν ανάσα. Ήταν τσακισμένοι από την κούραση.
Ο Μήτσος έσερνε τα βήματά του. Προχωρούσε σπρωγμένος από τη θέλησή του και μόνο, αφού οι φυσικές του δυνάμεις τον είχαν εγκαταλείψει. Είχε την παράξενη αίσθηση ότι δεν κουνιόταν, ότι σημάδευε το κύλισμα του χρόνου αντί να περπατά.
Ο άλλος, Γιάννη τον έλεγαν, προχωρούσε κοντά για να τον βοηθά όποτε χρειαζόταν. Στο μάγουλό του είχε μια τεράστια βαθιά ουλή, θαρρείς πάντα για να χαμογελά, πάντα να πονά, πάντα να μορφάζει. Μια σφαίρα τον είχε βρει σε κείνο το σημείο και βγήκε από το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ένας γιατρός με ένα νυστέρι και μια βελόνα, χωρίς φαρμακευτικό υλικό και νοσοκομειακά μέσα, του συμμάζεψε τις σκόρπιες σάρκες και τα σπασμένα κόκαλα κάτω από ένα έλατο. Μέρες πάλευε με το θάνατο. Το πώς γλίτωσε μόνο ο Θεός το 'ξερε. Από τότε οι σύντροφοί του, του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι "μισομάγουλος".
|
ΝΕΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ 146, ΠΑΤΡΑ ΤΗΛ.: 2610-276206 Ωράριο Λειτουργίας: |