farfoulas

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ρώσσικη Λογοτεχνία
Αμερικάνικη Λογοτεχνία
Λατινοαμερικάνικη Λογοτεχνία
Γαλλική Λογοτεχνία
Κλασσική Ξένη Πεζογραφία
Ξένη Πεζογραφία
Σύγχρονη Ξένη Πεζογραφία
Κλασσική Ελληνική Πεζογραφία
Λαϊκά αναγνώσματα
Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία
Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1970
Ελληνική Ποίηση
Ξένη Ποίηση
Ανθολογίες
Γέλιο – Σάτιρα
Ερωτισμός-Ερωτική Λογοτεχνία
Αστυνομικά, Νουάρ
Φαντασία
Δοκίμια – Κριτικές
Βιογραφίες-Αλληλογραφία
Λογοτεχνικά Περιοδικά
Παιδική-Νεανική Λογοτεχνία
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ελληνική Ιστορία
Αρχαιολογία
Αρχαία Ελλάδα
Βυζάντιο
1821 & Τουρκοκρατία
Νέος Ελληνισμός
Αντίσταση – Εμφύλιος
1950 – σήμερα
Ρωμαϊκοί χρόνοι – Μεσαίωνας
Ευρωπαϊκή Ιστορία
Παγκόσμια Ιστορία
Βιογραφίες – Μαρτυρίες
Επαναστάσεις – Κινήματα
ΜΕΛΕΤΕΣ
Ανθρωπολογία-Εθνολογία-Πολιτισμοί
Κοινωνιολογία
Διεθνή Θέματα
Δίκαιο
Ψυχολογία
Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία
Φιλοσοφία-Στοχασμοί
Θρησκευτικά-Θεολογικά
Οικονομική Επιστήμη και Ιστορία
Γλωσσολογία
Εκπαίδευση - Παιδαγωγικά
Γυναίκα-Φεμινισμός
Επιστήμες
Οικολογία
Υγεία – Ιατρική
Κοινωνικά-Δημοσιογραφικά θέματα
Εσωτερισμός-Μεταφυσική
Βιβλία Αυτοβελτίωσης
ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ μέχρι 5 €
Ελληνική Λογοτεχνία (μέχρι 5 €)
Ξένη Λογοτεχνία (μέχρι 5 €)
Παιδικά-Εφηβικά (μέχρι 5 €)
Μελέτες, Ιστορία κλπ. (μέχρι 5 €)
Bell, ΒΙΠΕΡ
ΤΟΠΙΚΑ-ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ
Λευκώματα Τοπικά-Ιστορικά
Παραμύθια, Μύθοι
Ταξιδιωτικά-Περιηγητικά
Λαογραφία
Αττική-Αθήνα-Πειραιάς
Στερεά Ελλάδα – Ρούμελη
Πελοπόννησος
Μακεδονία - Άγιον Όρος
Ήπειρος
Θράκη
Κρήτη
Κύπρος
Μικρά Ασία – Κωνσταντινούπολη
Πόντος
Αιγαίο
Ιόνιο
Θεσσαλία
ΤΕΧΝΕΣ
Ελληνικό Θέατρο
Παγκόσμιο Θέατρο
Θεατρικά Μελετήματα
Κινηματογράφος
Εικαστικά-Φωτογραφία
Εκκλησιαστική & Θρησκευτική Τέχνη
Αρχιτεκτονική-Πολεοδομία
Μουσική – Χορός
Κόμικ
Λαϊκή Τέχνη –- Καραγκιόζης
Ελληνορωμαϊκή Τέχνη
Βυζαντινή Τέχνη
Τέχνες των πολιτισμών
Avant-Garde
Βιογραφίες καλλιτεχνών
Ιστορία & Θεωρία της Τέχνης
Λευκώματα Τέχνης - Περιοδικά
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
Λατινική Γραμματεία
Βυζαντινή & Υστεροβυζ/νή Γραμματεία
Εκκλησιαστική Γραμματεία
ΔΙΑΦΟΡΑ
Εγκυκλοπαίδειες-Λεξικά-Άπαντα συγγραφέων
Ξενόγλωσσα
Χόμπι
Μαγειρική-Δίαιτα-Διατροφή
Αθλητισμός
Στρατιωτικά
Γραμματόσημα-Καρτποστάλ-Νομίσματα-Συλλογές
Σχολικά παλαιά
Ναυτικό-Αεροπορία
Περιοδικά
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ, ΠΡΩΤΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Το καλάθι σας

 x 
Το καλάθι σας είναι άδειο.

Είσοδος πελατών

 

ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΒΙΒΛΙΑ ΣΕ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΜΕΧΡΙ 5€!

 

ΕΛΛΗΝΙKH ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΑΙΔΙΚΑ

 

 

ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1962 (ΤΟΜΟΣ Α')


Διευθυντής: Ηνίοχος Βάκχος (ψευδώνυμο αγνώστου) Ετήσια Λογοτεχνική και Καλλιτεχνική Έκδοσις
Συγγραφέας: Συλλογικό έργο

SKU: 00000

Περιγραφή

Η ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ του 1961 περιλαμβάνει σατιρικά κεἰμενα από σπουδαίους συγγραφείς της εποχής (Βάρναλη, Ψαθά, Τσιφόρο κ.άλ.) αλλά και ψευδεπίγραφα δήθεν από τους σπουδαίους συγγγραφείς της εποχής καθώς και σχέδια του Μποστ.

Δημοσιεύουμε το διήγημα του Νίκου Τσιφόρου.

 

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΕΙΚΙΕΛΑ

 

Τίποτα δεν γίνεται που να θυμίζει χειμώνα στο Πέραμα. Πάνε κι έρχονται «παφ πουφ» οι μπενζίνες, η θάλασσα παίρνει ένα χρώμα καραμέλα της μέντας, ξεροσταλιάζουνε στον χειμωνίατικον ήλιο οι παράγκες των βράχων, κάθουνται με το κασκέτο στα μάτια να πιούνε λιακάδα οι ψαράδες. Είναι όλα ήσυχα, κοιμισμένα, τίποτα δεν περιμένει Χριστούγεννα, καμιά φορά κάποιο ασημόψαρο πηδάει μια στιγμούλα πάνω απ’ τη θάλασσα και φουμάρουνε καπνό από κάρβουνο κωκ οι λέβητες των καρνάγιων.

Ο Παεικιέλας κάνει τσάρκες μέσα σ’ ένα βρώμικο πουκάμισο συμμαχικού φαντάρου. Θα ’τανε κάνας Τομ ή κάνας Τζιμ, ψιλόλιγνος, ξυλοπόδαρος πεζοναύτης που τα κοπάνισε δίχως άλλο μέχρι το τελευταίο του σέντσι κι ύστερα άφησε το πουκάμισο αμανάτι να πιει κι άλλο καναττέζικο βίσκυ, από κείνο το καφετί ξυλόπνευμα που σου γκρατσουνάει το λαρύγγι. Κι ο καταστηματάρχης πούλησε το πουκάμισο δυο παράδες, τώρα μαίηντ ιν Γιούζα, βρέθηκε να σκεπάζει τον Παεικιέλα και να μοιράζεται την τύχη του μαζί του στο Πέραμα. Κάνει μαζί του θελήματα, κουβαλάει ψαροκασέλες, λερώνεται με λάδια μοτοριού που δήθεν πάει να τα επισκευάσει ο Παεικιέλας και τους βγάζει τα μάτια χειρότερα, κοιμάται στις βρώμικες γωνιές της παράγκας του, πότε πότε αρωματίζεται και με ούζα, γιατί να την πούμε την αλήθεια του Θεού, ο Παεικιέλας άμα έχει τίποτα δίφραγκα, πολύ το γουστάρει να πίνει τα καραφάκια του και να τραγουδάει φάλτσα το «κορίτσι που θέλει θάλασσα» και την πικροκυματούσα. Άλλα δεν ξέρει.

Όμως απάνω στους ανθρώπους όλα ετοιμάζουνται για Χριστούγεννα. Σφάζουνε κούρκους, στολίζουνε ελάτια με μπαμπάκι και λιλιά χρωματιστά, οι νοικοκυρές ψένουνε φοινίκια και κουραμπιέδες και γυαλίζουνε το παρκέ τους με κερί και με νέφτι.

Χαίρεται η φύσις όλη, κατεβάζει η Πάρνηθα έν’ αεράκι ξουραφάτο, αντιπαθητικό, καθόλου δεν πάει με την λιακάδα, λυσσάξανε και τα παιδιά με τα τρίγωνα και τα τουμπερλέκια, «να τα πούμε;» «τρομάρα να σας έρθει το σπάσατε πια το κουδούνι». Σαματάς, κακό, φασαρίες, όλοι να γελάνε, καμιά φορά περνάει και καμιά κηδεία και κάνει παραφωνία στο σκηνικό, πήγε ο βλάκας να πεθάνει Χριστουγεννιάτικα και να χαλάσει το κέφι του κόσμου, όμως όλα τ’ άλλα είν’ όμορφα, ακόμα κι οι ζητιάνοι κάνουνε καλήν είσπραξη, μέρα που ’ναι καθένας θυμάται τα πεθαμένα του και δίνει τις δεκάρες του προς ανακούφισιν της πασχούσης ανθρωπότητος.

Καθόλου δεν τα εχτιμάει τα Χριστούγεννα ο Παεικιέλας. Όλα είναι κλειστά, βρίσκεις κουτούκι να βρέξεις το λαρύγγι σου, οι ψαράδες χάνουνται και πάνε στα γιατάκια τους να κουρνιάσουνε με τα πιτσιρίκια τους, το σούρουπο πέφτουνε οι σπηλιάδες να καμουτσικιάνουνε το πέλαγος που γίνεται σκούρο, και μονάχα οι γλάροι αλητεύουνε και ψάχνουνε να ξεμοναχιάσουνε κάνα ψάρι. Έτσι έγινε και πέρσυ και πρόπερσυ κι όλα τα χρόνια, απελπισία υπόθεση, να πέφτει ο ήλιος μέσα στα φλοκάτα τα σύννεφα και σένα να σφίγγεται η καρδιά σου μέχρι που να σε πιάνει το κλάμα.

Παραμονή σήμερα, απλώσανε τα δίχτυα τα γριγριά, κατεβάσανε τα καραβόπανα οι ψαροπούλες, χάθηκε ο κόσμος από την πιάτσα, ακόμα και τα καρνάγια σβήσανε τα φουγάρα τους και αφήσανε την αργατιά να φύγει από τα εφτά μεσημέρια. Ο Παεικιέλας δεν έχει τάληρο, δεν έχει κι άλλη ελπίδα να κονομήσει και καταλαβαίνει πώς ότι του χρειάζεται οπωσδήποτε το παραδάκι, πώς θα την βγάλει στεγνά αύριο και πού θα την βολέψει κούτσουρο μονάχος δίχως να πιει πέντε καραφάκια και να κάνει κεφάλι για να πάει για ύπνο. Σήμερα μήτε μοτόρι χαλάει, μήτε ψάρι κουβαλάνε, μήτε δουλειά του ποδαριού, απελπισία και μαυρίλα, λες και για τον Παεικιέλα πήγε να κάνει τέτοιαν ζημιά ο Χριστός και να γεννηθεί για τις αμαρτίες του.

Τα σκεφτότανε λοιπόν τούτα όλα ο Παεικιέλας και πήγαινε να του στρίψει. Όμως έξυπνο αγόρι, της πιάτσα, την έκανε την κομπίνα του. Μπήκε στου Ταβούση το μαγαζί, «Παντοπωλείον και όλα τα είδη της ψαρικής».

—Μπονζούρ κύριε Ταβούση χρόνια πολλά και για βερεσέ δεν έρχουμε.

Κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του ο μοσσιέ Ταβούσης, καθόλου δεν τον εκτιμούσε τον Παεικιέλα κι είχε και το νου του μην του σουφρώσει τίποτες πράμα.

—Θέλω δανεικό ένα τρίγωνο μοσσιέ Ταβούση.

—Τι τρίγωνο;

—Από κείνο που λένε τα κάλαντα.

Ο μοσσιέ Ταβούσης μπορεί να ’χε και τίποτις τρίγωνα, απ’ όλα τα καλά είχε το κατάστημα, μόνο κέφια δεν είχε.

—Άσε μας πρωί πρωί Χριστιανέ μου.

Ο Παεικιέλας ρούφηξε τη μύτη του.

—Να σου πω μια κουβέντα μοσσιέ Ταβούση. Όχι δηλαδής από κακό, αλλά να! Καμιά φορά έρχεσαι ν’ ανοίξεις και βρίσκεις το πρωί τα τζάμια σου σπασμένα. Και λοιπόν, έτσι και μου δώσεις εμένα δανεικό ένα τρίγωνο, θα στο προσέχω το κατάστημα και κανένας δε θα σου τσακίσει το τζάμι. Ενώ έτσι και δε μου δώσεις μπορεί αύριο να μη βρεις τζάμι για τζάμι γερό κι άντε να ψάχνεις τους αλανιάρηδες που τα σπάσανε. Με κατάλαβες;

Κατάλαβε ο μοσσιέ Ταβούσης και ήξερε καλά ότι άμα δε δώσει τρίγωνο ο ίδιος ο Παεικιέλας θα του κάνει τη βιτρίνα θρύψαλο. Γι’ αυτό χαμογέλασε κι έδωσε και μια στράκα του μικρού.    

—Άντε να δεις, ρε άτιμο, έχουμε κάνα τρίγωνο κάτου στας αποθήκας;

Τον κέρασε και τον Παεικιέλα μια μαστίχα, διά τα «έτη σας πολλά και του χρόνου νοικοκυρεμένος και κατά πως πεθυμείτε». Έφερε κι ο μικρός ένα τρίγωνο σκουριασμένο, καλό ήτανε, καμπανάτο, μ’ ένα καρφί μεγάλο έκανες τη δουλειά σου, του ’δωσε και τέσσερα τσιγάρα της κούτας για το δρόμο.

Πήρε το δρόμο τον ανήφορο ο Παεικιέλας, κούρντισε την αγριοφωνάρα του και βάρεσε τις πόρτες.

—Να τα πούμε;

Τον γαυγίζανε τα σκυλιά, τον αγριέψανε οι νοικοκυρές, του κλείσανε τις πόρτες, όμως ήτανε και σπίτια που του δώσανε φράγκο. Φράγκο στο φράγκο, σπίτι και μαγαζί, μέχρι το βράδυ μάζεψε παρακαλώ εκατόν σαράντα ο Παεικιέλας. Εκατόν σαράντα ωραίες, κουδουνιστές και καινούριες. Μεροκάματο βασιλικό, μήτε πρόεδρος σε δικαστήριο δεν το παίρνει και ζήτημα είναι να το βγάζει κι εφοπλιστής με βενζινάκι δικό του.

Ο Παεικιέλας τζέντλεμαν και ιππότης πέρασε το πρώτο από του μοσσιέ Ταβούση να παραδώσει το τρίγωνο και το καρφί. Είπε «φχαριστώ και του χρόνου», πλέρωσε ένα πακετάκι ανήλικο που χρώσταγε από το καλοκαίρι και πήρε να κατηφορίσει κατά τα ουζάδικα που μυρίζανε λιαστό χταποδάκι.

Κάτου τα μαγαζιά ανάβουνε τα πρώτα φώτα, πάνου ψηλά παγώνανε τα φώτα των δειλών αστεριών. Ο Παεικιέλας συλλογιζότανε τι θα κάνει το θησαυρό του. Ούζο κατά πρώτον να αγαλλιάσει ο σταφυλίτης του. Ύστερον μάσες τρελές, μέχρι ψητό με σαλάτα. Ύστερον τσιγάρο και μάλιστα θα το ’φτανε και μέχρι γλυκό. Μέχρι γλυκό. Να καταλάβει επιτέλους κι αυτός Χριστούγεννα και να το γλεντήσει μέχρι αηδία. Κι άσε και την άλλη μέρα που μπορεί να πήγαινε και στο φουτμπόλ.

Μήτε γατί ήτανε, μήτε άλλο ζωντανό κείνο που πετάχτηκε μπρος στα πόδια του. Ο Παεικιέλας κοίταξε καλά και κατάλαβε. Μάλιστα! Παιδί ήτανε! Ένα τόσο δα κατσούλικο αγοράκι, βρωμιάρικο κι ελεεινό και κακοπιασμένο. Πήγε να το πατήσει, όμως το μικρό γαντζώθηκε στα ποδάρια του κι άρχισε την κλάψα.

—Κάνε μια βοήθεια αφεντικό.

Του ’ρθε να σκάσει στα γέλια του Παεικιέλα. Ακούς αφεντικό! Του ’ρθε να γελάσει μα κοίταξε το αγοράκι και του κόπηκε το γέλιο στο στόμα.

—Τι θες ρε μπαγάσα;

—Μια βοήθεια.

Σάμπως τον πήρε μια πικράδα στο στόμα τον Παεικιέλα. Άκου βοήθεια ένα πράμα τόσο δα μέσα στο σούρουπο; Είπε να του δώσει μια ξανάστροφη να το διώξει, ύστερα είδε στη γωνιά έναν που πούλαγε σάμαλι, φράγκο και κομμάτι και το πήρε από το χέρι.

—Πάμε να σε κεράσω ένα σάμαλι!

Έτρωγε το σάμαλι ο πιτσιρίκος και κοίταζε τον Παεικιέλα με κάτι μάτια τόσα γουρλωμένα, μεγάλα, άναψε τσιγάρο ο Παεικιέλας και μάθαινε πως έχει ο μικρός μια μάνα και τρία αδερφάκια μικρότερα που τα δέρνει η φτώχεια κι η πείνα. Του φάνηκε το λοιπόν παράξενο κι ας πείναγε σ’ όλη του τη ζωή ο Παεικιέλας, του φάνηκε παράξενο να βρίσκουνται άνθρωποι και να σκυλοπεινάνε και κείνος να ’χει στην τσέπη του δραχμάς εκατόν τριάντα πέντε και κάτι ψιλά. Ύστερα συλλογίστηκε το ούζο, τον ήλιο που θα βασίλευε, τους γλάρους που θα πετάγανε μέσα στην σκούρα μελαγχολία των οριζόντων κι είδε και πέρα στην αγορά να παίζουνε οι κλαπαδόρες και να κρέμουνται τα σφαγμένα κοτόπουλα. Ρούφηξε το λοιπόν τη μύτη του και πήρε τον μικρόν απ’ το χέρι.

—Για ’λα μαζί μου.

Μια ώρα γυρίζανε ο Παεικιέλας και ο μικρός. Κι ύστερα βρεθήκανε με φορτωμένα τα χέρια, και κρέας και πατάτες και βούτυρο και λάδι και λαχανικά και απ’ όλα μέχρι δηλαδή πορτοκάλια είχανε. Τέσσερις δραχμές για τσιγάρα του μείνανε του Παεικιέλα σκέφτηκε όμως τα μικρά τ’ αδερφάκια και τις έδωσε κι αυτές να πάρει τρία μπαλόνια χρωματιστά, διότι το παιδάκι όσο να ’ναι το θέλει και το μπαλόνι του…

Χριστούγεννα, λιακάδα, άνθρωποι με τα καλά τους που βγήκανε περίπατο. Κι ο Παεικιέλας να κάθεται έξω απ’ το φτωχόσπιτο και να παίζει με τα παιδάκια και τα μπαλόνια του, χορτάτος κι ευχαριστημένος. Βέβαια δεν έφαγε πολύ, να φαν τα παιδιά και του ’λειπε το τσιγάρο. Όμως ένοιωθε ευχαριστημένος που γεννήθηκε ο Χριστός κι ας μην καταλάβαινε καλά-καλά για πιο λόγο γεννήθηκε και για πρώτη του φορά ο Παεικιέλας δεν μελαγχόλησε από το δειλινό πέταγμα των γλάρων που είναι το κάτου-κάτου πουλιά και δεν καταλαβαίνουνε από Χριστούγεννα κι από τίποτες, μόνο κοιτάνε να γεμίσουνε τη γούλα τους…

Νίκος Τσιφόρος

 

00820-20

Σχετικά βιβλία

ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ - 1962

Συλλογικό έργο
ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΒΑΤΑΛΑ
Το βιβλίο έχει πωληθεί
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1962

Συλλογικό έργο
ΕΤΟΣ 1962, 352 ΣΕΛ. ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ
Το βιβλίο έχει πωληθεί
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ

ΤΣΙΦΟΡΟΣ ΝΙΚΟΣ
ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΕΡΜΗΣ, σελ. 604 [ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ]
Τιμή πώλησης: 20,00 €
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1955

Συλλογικό έργο
ΕΚΔ. ΜΑΥΡΙΔΗΣ, 1955, σελ. 320
Τιμή πώλησης: 20,00 €

 

 

nouveau-foto02

 

ΝΕΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ 146, ΠΑΤΡΑ

ΤΗΛ.: 2610-276206

Ωράριο Λειτουργίας:
Δευτ.-Τετ.-Σάβ.: 09:30-14.30,
Τρ.-Πέμ.-Παρ.: 09:30-21:00

Βρείτε μας και στο facebook